- ἐνδιεσπαρμένως
- ἐνδι-εσπαρμένως, Adv., ([etym.] σπείρω)A in scattered passages,
τὸν βίον ἀναγράφειν τοῖς βιβλίοις Eun.VSp.454
B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸν βίον ἀναγράφειν τοῖς βιβλίοις Eun.VSp.454
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνδιεσπαρμένως — in scattered passages indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)